- ζαρίφικος
- η , ο1) элегантный, изящный; 2) деликатный; изысканно- вежливый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζαρίφικος — η, ο [ζαρίφης] 1. αυτός που φέρεται με κομψό τρόπο 2. (για πράγμα) κομψό, καλοδουλεμένο … Dictionary of Greek